-
1 зашнуровать
-
2 зашнуровать
зашнуроватьсов, зашнуровывать несов δένω μέ κορδόνια -
3 lace
[leis] 1. noun1) (a string or cord for fastening shoes etc: I need a new pair of laces for my tennis shoes.) κορδόνι2) (delicate net-like decorative fabric made with fine thread: Her dress was trimmed with lace; ( also adjective) a lace shawl.) δαντέλα2. verb(to fasten or be fastened with a lace which is threaded through holes: Lace (up) your boots firmly.) δένω με κορδόνια -
4 шнуровать
шнур||оватьнесов περνώ τά κορδόνια, δένω.
См. также в других словарях:
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)